φαύσιγξ

φαύσιγξ
-αύσιγγος, και φαύστιξ, -ιγγος, ἡ, Α
1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί με έναν ρηματ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φαύζω
φρύγω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. εἶλ-ιγξ, στρόφ-ιγξ), πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. *φαυ-τι-ς —παραγώγου τού ρ.— με σημ. «κάψιμο» (πρβλ. κύστ-ις: κύστ-ίγξ, στρόφ-ις: στρόφ-ιγξ) με συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι-. Η σύνδεση τών τ. φαῦσιγξ, φαύζω με τις λ. φῦσα, φῦσιγξ καθώς και με τις λ. φωΐδες*, φώγω* δεν θεωρείται πιθανή. Παρλλ., τέλος, προς τον τ. φαῦσιγξ απαντά και τ. πληθ. φαύστιγγες, ο οποίος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το κύστιγξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαύζω — ή φαΰζω Α ψήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαῦσιγξ] …   Dictionary of Greek

  • φαύστιξ — ιγγος, ἡ, Α βλ. φαῡσιγξ …   Dictionary of Greek

  • φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”